πολυκαρπία — πολυκαρπίᾱ , πολυκαρπία abundance of fruit fem nom/voc/acc dual πολυκαρπίᾱ , πολυκαρπία abundance of fruit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπίᾳ — πολυκαρπίαι , πολυκαρπία abundance of fruit fem nom/voc pl πολυκαρπίᾱͅ , πολυκαρπία abundance of fruit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπία — η αφθονία καρπών, μεγάλη παραγωγή, ευφορία, πλούσια σοδειά: Φέτος θα έχουμε πολυκαρπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυκαρπίας — πολυκαρπίᾱς , πολυκαρπία abundance of fruit fem acc pl πολυκαρπίᾱς , πολυκαρπία abundance of fruit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπίαι — πολυκαρπία abundance of fruit fem nom/voc pl πολυκαρπίᾱͅ , πολυκαρπία abundance of fruit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπίαν — πολυκαρπίᾱν , πολυκαρπία abundance of fruit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπικός — ή, ό, Ν [πολυκαρπία] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πολυκαρπία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυκαρπικά βοτ. μεγάλη ομάδα αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής οποίας είναι η ύπαρξη πολλών καρποφύλλων, καθένα… … Dictionary of Greek
ευφορία — η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος] 1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά 2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία νεοελλ. ιατρ. έντονο αίσθημα… … Dictionary of Greek
πολυφορία — ἡ, ΜΑ [πολυφόρος] ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα … Dictionary of Greek
πολύχοια — ἡ, Α [πολύχους] (σχετικά με δημητριακά) αφθονία, πολυκαρπία («πυρῶν πολύχοια γένοιτο», Μάξιμ.) … Dictionary of Greek